τράμπα

τράμπα
η обмен;

κάνω τράμπα — менять, обменивать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τράμπα" в других словарях:

  • τράμπα — η, Ν 1. ανταλλαγή, αντιπραγματισμός («έκανε τράμπα πέντε κιλά κρασί με πέντε κιλά λάδι») 2. συνεκδ. αντάλλαγμα 3. φρ. «με σκατά τράμπα δεν γίνεται» δηλώνει ότι το αντάλλαγμα πρέπει να είναι ανάλογο με το προσφερόμενο είδος ή πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • τράμπα — η (λ. τουρκ.), ανταλλαγή, αντάλλαγμα: Να κάνουμε τράμπα τα πρόβατα με το μοσχάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • trampă — TRÁMPĂ, trampe, s.f. (reg.) Schimb în natură; troc. ♦ (fam.) Aranjament, afacere (prin intermediari). ♢ expr. A face (cuiva) trampa = a mijloci cuiva o afacere, o întâlnire etc. [var.: treámpă s.f.] – Din tc. trampa. Trimis de claudia, 13.09.2007 …   Dicționar Român

  • τραμπαλίζομαι — τραμπαλίστηκα, κουνιέμαι στην τραμπάλα (βλ. λ.): Τράμπα, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι (λαϊκός στίχος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»